- παρερυω
- παρερύωπαρ-ερύωион. παρειρύω (aor. παρείρυσα) протягивать, выстраивать в длину
(φραγμὸν ἔνθεν καὴ ἔνθεν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φραγμὸν ἔνθεν καὴ ἔνθεν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρερύω — και ιων. τ. παρειρύω Α 1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.) 2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρύω «σύρω,… … Dictionary of Greek
παρείρυσαν — παρερύω draw along the side aor ind act 3rd pl (epic ionic) παρερύω draw along the side aor ind act 3rd pl παρερύω draw along the side aor ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρερύσαντα — παρερύω draw along the side aor part act neut nom/voc/acc pl παρερύω draw along the side aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
παρειρύω — βλ. παρερύω … Dictionary of Greek